- χρυσογραφία
- χρῡσο-γρᾰφία, ἡ,A a writing with letters of gold. Aristeas 176, PMag.Leid.X.34B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσογραφία — χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc/acc dual χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσογραφίᾳ — χρυσογραφίᾱͅ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσογραφία — η, ΝΜΑ η τεχνική τής γραφής χρυσών γραμμάτων ή άλλων σχεδίων σε παλαιά χειρόγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραφία*] … Dictionary of Greek
χρυσογραφίας — χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem acc pl χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
χρυσογραμμία — ἡ, Μ χρυσογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραμμή + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek